Επώδυνη η επέτειος που θυμούμαστε σήμερα. Πληγώνει την καρδιά, τον νου, τα συναισθήματά μας. Ολόκληρο το έθνος δακρύζει, φέτος, στο ορόσημο του 1922, στη συμπλήρωση εκατόν ετών από τη δραματική έξοδο του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Θυμάται τα δεινά και τις οδύνες, τις φωτιές και τα αιματοκυλίσματα, τον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας με την οποία είχαν ζήσει αμέτρητες γενιές υποδούλων σ’όλα τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Πέρσι, σ’ένα κλίμα ευφορίας και ψυχικής ανάτασης γιορτάσαμε τη μεγαλύτερη επέτειο της σύγχρονης Ιστορίας μας: Τα 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ο τόνος των πράξεων και των λόγων μας ήταν, πέρσι, πανηγυρικός. Φέτος είναι επικήδειος.

Με τα γεγονότα του 1922 φαρμακώθηκε κυριολεκτικά η ψυχή μας. Το γεγονός της Μικρασιατικής Καταστροφής είναι από τα πιο σπάνια που μπορούν να τύχουν στην ιστορική πορεία ενός έθνους. Η Ελλάδα ερχόταν νικήτρια από τους Βαλκανικούς πολέμους, όπου εθριάμβευσε, και από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όπου βρισκόταν με το μέρος των νικητών. Κι εκεί που ετοιμαζόταν να ολοκληρώσει την απελευθέρωση των υπόδουλων εδαφών της, βρέθηκε αντιμέτωπη μ’ένα διπλό ξεριζωμό: τον γεωγραφικό, από χώματα ελληνικά για τρεις χιλιετίες, σπαρμένα με κόκκαλα πολλών ελληνικών γενεών, και τον ξεριζωμό του ιδανικού που αποτελούσε την προαιώνια εθνική παρακαταθήκη της. Έπρεπε να μαζέψει γρήγορα τους δικέφαλους αετούς της, τις σημαίες που έθρεψαν τα όνειρά της, να τις κρύψει βαθιά στην καρδιά της, και, το χειρότερο, να τις λησμονήσει πια, αφού υπέγραψε συνθήκη με την οποία αναγνώριζε ό,τι είχε γίνει.

Πέρασαν από τότε εκατό χρόνια, ένας ολόκληρος αιώνας. Μα ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας και οι αλησμόνητες πατρίδες θα είναι πάντα ανοικτές πληγές. Το ψυχικό τραύμα της καταστροφής και του ξεριζώματος μένει πάντα ανοικτό και η πίκρα για τα αίτιά τους, δηλητήριο. Ο χρόνος που περνά δεν γιατρεύει τις πληγές. Μέσα στη σκέψη του καθενός, στην καρδιά και στην ψυχή του, παραμένει αγιάτρευτη η πληγή της Μικρασίας.

Στη Μικρά Ασία στρέφεται καθημερινά η σκέψη κάθε Έλληνα Χριστιανού. Στην Καππαδοκία και τους Καππαδόκες Πατέρες, στον Όλυμπο της Βιθυνίας με τους μεγάλους ασκητές, στη Σεβάστεια με τους Σαράντα μεγάλους μάρτυρες, στη Νικομήδεια με τον Άγιο Παντελεήμονα, στην Παφλαγονία με τον Άγιο Μάμα και τον Άγιο Στυλιανό, στο Ικόνιο με την Αγία Ιουλίττα και τον Άγιο Κήρυκο, στην Έφεσο, στη Νίκαια, στη Χαλκηδόνα, όπου συγκροτήθηκαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι.

Η σκέψη μας στρέφεται και προς κάποια πρόσωπα που κυριάρχησαν στο στερέωμα της Μ. Ασίας σ’αυτή την κρίσιμη περίοδο. Που’χαν το μοναδικό προνόμιο να υποδεχτούν στα ιερά εκείνα χώματα τον ελευθερωτή ελληνικό στρατό και να ευλογήσουν τα ιερά λάβαρα της απελευθέρωσης και τη γαλανόλευκη σημαία των ονείρων του υπόδουλου ελληνισμού· μα και που, σε λίγο, είδαν το όνειρο να διαψεύδεται και να γίνεται εφιάλτης, τη γη τους που για 3000 χρόνια ήταν Ελληνική να γίνεται «κρανίου τόπος» και αγρός αίματος· που είδαν παντού «αίμα και πυρ και ατμίδα καπνού», τέφρα και απελπισία. Πρώτος ανάμεσα στους πολλούς ο άγιος ιερομάρτυς Χρυσόστομος επίσκοπος Σμύρνης. Τη μνήμη του τελέσαμε την περασμένη Κυριακή, την Κυριακή προ της Υψώσεως. Γύρω από την ιερά μορφή του θα αναφερθώ.

Ο Χρυσόστομος Καλαφάτης δεν γεννήθηκε, ούτε έζησε σε ελεύθερο ελληνικό μέρος. Γεννήθηκε στην Τρίγλια της Προποντίδας το 1867. Σπούδασε στην περίφημη θεολογική σχολή της Χάλκης και υπήρξε πνευματικό ανάστημα και αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Μυτιλήνης Κωνσταντίνου Βαλλιάδη, τον οποίο ακολούθησε στη Μητρόπολη Εφέσου κι αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, όταν έγινε πατριάρχης, το 1897. Τότε είχε γίνει, κι ο Χρυσόστομος, σε ηλικία μόλις 30 ετών, Μέγας πρωτοσύγκελλος του Πατριαρχείου.

Αναδείχθηκε κορυφαίο στέλεχος της παράταξης που υποστήριζε την προσπάθεια απελευθέρωσης όλων των ελληνικών εδαφών και ένταξής τους στο ελεύθερο ελληνικό κράτος. Στο Φανάρι επικράτησαν σε λίγο, οι οπαδοί του πατριάρχη Ιωακείμ του Γ΄, που είχε αποσυρθεί, ως εφησυχάζων, στο Άγιο Όρος, και που υποστήριζαν την άλλη άποψη, την παραμονή των ελληνικών πληθυσμών στην Οθωμανική αυτοκρατορία και επιδίωξη της σταδιακής επιβολής τους σε όλους τους τομείς. Θα πρέπει, βέβαια, να επισημανθεί ότι το όραμα και ο πόθος για απελευθέρωση όλων των Ελλήνων ήταν κοινός. Οι διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων αφορούσαν στους χειρισμούς και στη μεθόδευση για επίτευξη του στόχου αυτού. Οι Ιωακειμικοί εκθρόνισαν τον πατριάρχη Κωνσταντίνο, προστάτη του Χρυσόστομου, και επανέφεραν τον Ιωακείμ στον θρόνο. Ο Ιωακείμ, όμως, βλέποντας τα ηγετικά προσόντα και τον δυναμισμό του Χρυσοστόμου, τον κράτησε στη θέση του Μεγάλου Πρωτοσύγκελλου και, το 1902, τον ανάδειξε σε Μητροπολίτη Δράμας.

Η Δράμα, τότε, αποτελούσε στόχο διείσδυσης των Βουλγάρων στα ελληνικά μέρη και δράσης των βουλγαρικών ένοπλων ομάδων για απόσπαση των ορθόδοξων κοινοτήτων από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και υπαγωγή τους στην λεγόμενη βουλγαρική εξαρχία. Εκεί ο Χρυσόστομος ανέπτυξε πολυσχιδή εθνική δράση και συμμετέσχε ενεργά στον Μακεδονικό αγώνα, μπαίνοντας στην εμπροσθοφυλακή της ελληνορθόδοξης αντίστασης. Πιστός στην αρχιερατική του κλήση, γενναίος Έλληνας και θερμός πατριώτης, αναμετρήθηκε εκεί με τους Τούρκους, τους Βουλγάρους αλλά και με τη Ρουμανική προπαγάνδα. Αντιστάθηκε με σθένος σε όλους εκείνους οι οποίοι επιβουλεύονταν τη Μακεδονία, γι’αυτό κι οι Τούρκοι απαίτησαν πιεστικά την απομάκρυνσή του από τη Μητρόπολη Δράμας.

Το Πατριαρχείο ύστερα από πολλή κωλυσιεργία, μη μπορώντας να κάμει και διαφορετικά, τον απομάκρυνε από τη Δράμα, τον τοποθέτησε, όμως, σε μιαν άλλη νευραλγική Μητρόπολη, τη Μητρόπολη Σμύρνης. Στις 10 Μαΐου 1910 γινόταν η ενθρόνισή του και η υποδοχή του στη Σμύρνη. Η παρουσία του στη Σμύρνη, λόγω της δράσης του στη Δράμα, γεννούσε πολλές προσδοκίες στον ελληνισμό της Ιωνίας. Μα κι ο ίδιος ήταν αποφασισμένος να αγωνιστεί, όσο μπορούσε, για τα δίκαια του Ελληνισμού.

Την ημέρα της χειροτονίας του σε επίσκοπο, δείχνοντας τον ηρωισμό και την αποφασιστικότητά του, απευθυνόμενος στον Πατριάρχη του είπε: «… η μίτρα την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου…»

Και στο μνημόσυνο του Μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού, που δολοφονήθηκε από όργανα των Νεοτούρκων είπε: «Όταν αρχιερείς καίωσιν εαυτούς ως λαμπάδας ενώπιον του ειδώλου της πατρίδος, ο δε μαρτυρικός θάνατός των γίνεται ζωής και δόξης υπόθεσις και θεμέλιον αγιοτέρου βίου, το μνημόσυνόν των δε εναρμονίζεται με δάκρυα και θλίψιν αλλά με υπερηφάνειαν και αγαλλίασιν. Ημίν εξ’όλων εχαρίσθη, όχι μόνον το εις Χριστόν ορθώς πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού αγογγύστως πάσχειν, γενναίως μαρτυρείν, και ενδόξως θνήσκειν».

Ακολούθησαν, ως γνωστό, οι Βαλκανικοί πόλεμοι, νικηφόροι για την Ελλάδα που ανεπτέρωσαν τις ελπίδες και των υποδούλων της Ιωνίας και όλης της Μ. Ασίας. Δεν άργησαν όμως να έλθουν οι δύσκολες μέρες του Α΄Παγκοσμίου πολέμου κατά τον οποίο οι Τούρκοι ξεκίνησαν ένα σκληρό διωγμό εναντίον των Ελλήνων της Ανατολής.

Χιλιάδες οι πρόσφυγες, θύματα της Τουρκικής βιαιότητας, που φτάνουν πρόσφυγες στη Σμύρνη και πολύ περισσότερες οι χιλιάδες που κατακλύζουν τις ακτές της Ιωνίας, ζητώντας προστασία. Όλοι αυτοί βρίσκουν προστασία από τον Χρυσόστομο. Διανέμει τρόφιμα και κλινοσκεπάσματα, ναυλώνει πλοία για να μεταφέρουν τους καταδιωκόμενους χριστιανούς, στέλλει ανθρώπους να φωτογραφίσουν τα εγκλήματα των Τούρκων, τρέχει στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων και στους αρχηγούς των άλλων χριστιανικών ομολογιών, υψώνει παντού σθεναρή φωνή διαμαρτυρίας.

Οι Τούρκοι τον απειλούν, αλλά αφού μένει απτόητος στις απειλές, στις 20 Αυγούστου 1914, τον εξορίζουν. Στην Κωνσταντινούπολη, όπου καταφεύγει, συνεχίζει τη δράση του, γράφοντας διάφορα βιβλία στα Γαλλικά, που είχαν στόχο τη διαφώτιση της παγκόσμιας κοινής γνώμης για τα δεινά του Ελληνισμού της Μ.Ασίας. Τελικά εξορίζεται στην Τριγλία, τη γενέτειρά του, στην Προποντίδα.

Μετά την λήξη του Α΄Παγκοσμίου πολέμου και την ανακωχή, το 1918, ο Χρυσόστομος επιστρέφει στη Σμύρνη. Αξιώνεται, μάλιστα, στις 2 Μαΐου 1919, να υποδεχτεί με δάκρυα στα μάτια και να ευλογήσει τον Ελληνικό στρατό, που αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, με εντολή των συμμάχων, για απελευθέρωση της πόλης και της περιοχής. Ο Ελληνισμός της Ιωνίας παραληρούσε από χαρά. Ο Ελληνικός στρατός ελευθερώνει γρήγορα την γύρω από τη Σμύρνη περιοχή, φτάνοντας μέχρι την Προύσα. Η προσμονή τόσων αιώνων φαίνεται να εκπληρώνεται, το όνειρο φαίνεται να παίρνει σάρκα και οστά.

Ο εθνικός ενθουσιασμός για τις επιτυχίες του Ελληνικού στρατού έφτασε μέχρι και την Κύπρο. Ο Μητροπολίτης Πάφου Ιάκωβος μετέβη στη Σμύρνη να συγχαρεί τον φίλο του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο. Σε κήρυγμά του στην Αγία Φωτεινή Σμύρνης, ο Ιάκωβος ευχήθηκε για παρόμοια απελευθέρωση και της Κύπρου και ένωσή της με την Ελλάδα.

Μα, δυστυχώς, το όνειρο έγινε, πολύ γρήγορα, ο πιο φρικτός εφιάλτης. Ο ενθουσιασμός μετετράπη σε οδυρμό και κλαυθμό, σε απογοήτευση και οδύνη, με τη μικρασιατική τραγωδία. Γνωστά τα γεγονότα στους πολλούς. Ο χρόνος δεν μου επιτρέπει να αναφερθώ λεπτομερώς στις προσπάθειες του Χρυσοστόμου να αποσοβήσει τον κίνδυνο, τον οποίο είχε διαβλέψει από νωρίς. Ο επάρατος διχασμός που εμφυλοχώρησε στις δικές μας τάξεις, τα μεταβαλλόμενα συμφέροντα των ξένων, που ενίσχυαν συνεχώς τους Τούρκους, είχαν σαν αποτέλεσμα, στη γη της Μικράς Ασίας, που περίμενε για αιώνες την ανάσταση και τον λυτρωμό, να ηχήσουν πένθιμα οι καμπάνες.

Ο Χρυσόστομος προσπάθησε υπερβαλλόντως, πέραν των δυνάμεών του, απευθυνόμενος παντού, απ’όπου υπήρχε και η πιο μικρή ελπίδα να προκύψει βοήθεια. Απευθύνθηκε στον Βενιζέλο, στον βασιλιά, στον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι, κατήγγειλε επανειλημμένα τον παράφρονα έλληνα διοικητή, τον Στεργιάδη, προσπάθησε για τη μικρασιατική άμυνα.

Ως γνωστό, τα τουρκικά στρατεύματα, που ενισχύθηκαν μετά την αποπομπή του Βενιζέλου από την εξουσία και την επαναφορά στον θρόνο του Κωνσταντίνου, με νέα πολεμικά υλικά από τη Γαλλία, και την Ιταλία και που είχαν κύρια πηγή ανεφοδιασμού τη Σοβιετική Ένωση, εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση κατά του Ελληνικού στρατούς στις 13/26 Αυγούστου 1922. Η υποχώρηση του ελληνικού στρατού προς το Αιγαίο υπήρξε καθολική. Επακόλουθο ήταν και η διαδοχική πτώση των πόλεων και των χωριών στα χέρια των Τούρκων. Σύντομα άρχισαν να σχηματίζονται ατέλειωτες φάλαγγες από έλληνες αιχμαλώτους και ομήρους, ενώ ο ελληνικός πληθυσμός υπέστη ανελέητες σφαγές και λεηλασίες. Με την άφιξη των καταπονημένων ελληνικών στρατευμάτων και χιλιάδων προσφύγων από το εσωτερικό της Μ. Ασίας, το διάχυτο αίσθημα ανησυχίας, που επικρατούσε στη Σμύρνη, μετατράπηκε σε απόγνωση.

Στις 26 Αυγούστου/8 Σεπτεμβρίου η ελληνική στρατιωτική ηγεσία έδωσε εντολή για εκκένωση της Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό. Οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη την επομένη, στις 9 Σεπτεμβρίου. Διοικητής των κεμαλικών δυνάμεων ήταν ο Νουρεντίν Πασάς, πρώην νομάρχης της Σμύρνης, εχθρός των Χριστιανών και ιδιαίτερα του Χρυσοστόμου.

Στον Χρυσόστομο, από τότε που φάνηκε η δύσκολη τροπή των πραγμάτων, προσφέρθηκε επανειλημμένα, από τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων, τον αρχιεπίσκοπο των καθολικών και επιφανείς Σμυρναίους, η δυνατότητα να εγκαταλείψει τη Σμύρνη, αλλά αυτός απαντούσε κάθε φορά ότι θα παρέμενε να συμμεριστεί την τύχη του ποιμνίου του. Έλεγε χαρακτηριστικά: «…Θα με καταδιώκει η σκιά του Ιερού Πολυκάρπου ως άνανδρον και του Αγίου Γρηγορίου του Ε΄ ως ανάξιον διάδοχόν του… Θνήσκων, ίσως ενισχύσω κι άλλους, ίνα μένωσι πιστοί εις το καθήκον και ποιμαίνωσι το ποίμνιον εκτελούντες όσα κηρύττουν…»

Αμέσως μετά την είσοδό του στη Σμύρνη, στις 9 Σεπτεμβρίου, ο Νουρεντίν Πασάς κάλεσε τον Χρυσόστομο στο Διοικητήριο και αφού του απάγγειλε την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, τον παρέδωσε στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί έξω από το κτίριο. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για τον θάνατο του Χρυσοστόμου, που συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι ο τουρκικός όχλος κατακρεούργησε τον εθνομάρτυρα. Έχει γραφεί ότι ο Τούρκος διοικητής επέλεξε να απαλλαγεί το συντομότερο από τον Χρυσόστομο, επειδή ήθελε να αποφύγει τη διαδικασία μιας δίκης που θα παρείχε την ευκαιρία στις Μεγάλες Δυνάμεις να παρέμβουν προκειμένου να αποτραπεί η καταδίκη του σε θάνατο.

Ο Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη George Horton γράφει για το μαρτύριο του Χρυσοστόμου: «Τον έφτυσαν, του ξερίζωσαν τα γένια, τον κτύπησαν, του έβγαλαν τα μάτια, τον μαχαίρωσαν μέχρι θανάτου, κι ύστερα τον έσυραν στους δρόμους…»

Ο εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος έμεινε για πάντα στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου. Έμεινε εκεί ανύστακτος παρατηρητής, φρουρός ακοίμητος, στα αιματοποτισμένα χώματα της Ιωνίας.

Από την πρώτη στιγμή που ήλθαν οι πρόσφυγες της Μ.Ασίας στην παλαιά Ελλάδα, τιμούσαν τον Χρυσόστομο ως άγιο. Η όλη δράση του, αλλά κυρίως το μαρτύριό του και η άρνησή του να φύγει για να σώσει τον εαυτό του, τον επέβαλαν στη συνείδηση του λαού. Γι’αυτό και είχαν στους καταυλισμούς, στα παραπήγματα που διέμεναν και αργότερα στα σπίτια τους, τη φωτογραφία του. Η Εκκλησία της Ελλάδος, τον Νοέμβριο του 1992, με τη συμπλήρωση 70 χρόνων από τη Μικρασιατική καταστροφή, ενέγραψε το όνομά του, καθώς και τα ονόματα άλλων ιεραρχών, κληρικών και λαϊκών, στο αγιολόγιο της Εκκλησίας, διακηρύσσοντας την αγιότητά του. Η μνήμη τους όπως αναφέραμε και προηγουμένως, ορίστηκε να τελείται την Κυριακή προ της Υψώσεως.

Εκατό χρόνια από τη μεγάλη καταστροφή, «στενάζοντες οδυνηρώς εκ βάθους ψυχής», παίρνουμε και τα αναγκαία διδάγματα. Γιατί η Ιστορία μπορεί, πάντοτε, να διδάξει όσους θέλουν να διδαχθούν. Τέτοιες θλιβερές επέτειοι γίνονται αφετηρίες για να αναπολήσουμε το παρελθόν, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν και ευκαιρίες για να σκεφτούμε το μέλλον.

Το μεγαλύτερο μάθημα που θα μπορούσαμε να αντλήσουμε, από τη θλιβερή επέτειο, είναι η ανάγκη της εθνικής ομόνοιας και ομοψυχίας προς αντιμετώπιση των εθνικών κινδύνων. Η διχόνοια σε ώρες κρίσιμες, όταν το έθνος σύσσωμο θα έπρεπε να είχε αναλάβει τη μεγάλη προσπάθεια, οδήγησε στην ανείπωτη τραγωδία. Και είναι το δίδαγμα τούτο διαχρονικό. Όσες φορές το έθνος ομονοούσε, έφθανε στον κολοφώνα της δόξης του. Κι αντίθετα, όταν διείσδυε το σαράκι της διχόνοιας, καταποντιζόμασταν.

Ο Αλέξης Αλεξανδρής γράφει ότι «Όπως προκύπτει με σαφήνεια από την αλληλογραφία του, ο Χρυσόστομος ήταν πεπεισμένος ότι η εθνική αποκατάσταση θα ήταν δυνατή μόνο στην περίπτωση που θα συσπειρώνονταν όλες οι δυνάμεις του έθνους».

Ας είναι το συμπέρασμα αυτό δίδαγμα και για μας. Ομονοούντες ας προσπαθήσουμε να σωθούμε από την Τουρκική λαίλαπα, που απειλεί σήμερα και την Κύπρο, ελευθερώνοντας τον τόπο μας και εξασφαλίζοντας όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα που απολαμβάνει όλος ο ελεύθερος κόσμος και για τον λαό μας. Είθε να έχουμε προς τούτο τις πρεσβείες του αγίου ιερομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης και των άλλων αγίων της Μικρασίας, προς τον Θεό, ενισχυτικές στην προσπάθειά μας.